2107008768 info@poulakislaw.gr

Διαμεσολάβηση

ΦΤΑΝΕΙΣ ΣΕ ΛΥΣΗ ΠΡΙΝ ΦΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Τι είναι διαμεσολάβηση-σκοποί-πλεονεκτήματα

Η διαμεσολάβηση ανήκει στα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφοράς. Πρόκειται για μία υποβοηθούμενη από ουδέτερο τρίτο διαρθρωμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης των μερών που εμπλέκονται σε μία διαφορά, ώστε να εξευρεθεί μία κοινά αποδεκτή και επωφελής λύση που αποτυπώνεται σε συμφωνία.

  • Σκοπός της διαμεσολάβησης, σε αντίθεση με την πολιτική δίκη, δεν είναι η εξεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και η απόδοση υπαιτιότητας. Για το λόγο αυτό, οι διάδικοι δεν ενθαρρύνονται να προσκομίζουν αποδεικτικό υλικό, ούτε κατά κανόνα τηρούνται πρακτικά, αλλά σκοπείται μέσω του διαμεσολαβητή η διευκόλυνση και η καθοδήγηση των μερών ώστε να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία.
  • Σημαντικά πλεονεκτήματα του θεσμού είναι η συμμετοχή τρίτων εμπλεκόμενων προσώπων που άλλως δεν θα ήταν εφικτό να συμμετέχουν στη σχετική δίκη και η δυνατότητα συμπερίληψης ζητημάτων εκτός του αιτητικού της αγωγής. Επιπλέον πλεονέκτημα συνιστά η ευελιξία των παρεχόμενων λύσεων οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στην εκάστοτε περίπτωση και ενδεχομένως δεν θα ήταν διαθέσιμες σε άλλες διαδικασίες επίλυσης διαφορών.
  • Επιπλέον σημαντικό πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης είναι ότι αποτελεί μία μη ψυχοφθόρα διαδικασία σε σχέση με την δικαστική οδό και οι λύσεις στις οποίες καταλήγουν τα μέρη μέσω αυτής είναι «win-win» και άρα περισσότερο βιώσιμες εν σχέσει με τις επιβαλλόμενες από τρίτους λύσεις, καθώς είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες των μερών μεγιστοποιώντας έτσι την πιθανότητα τήρησης των συμφωνηθέντων στο μέλλον.
  • Είναι επίσης λιγότερο κοστοβόρα και χρονοβόρα σε σχέση με τη συμβατική δικαιοσύνη και τη διαιτησία και ανταποκρίνεται έτσι στην ταχύτητα των σύγχρονων σχέσεων.
  • Παράλληλα, το απόρρητο της διαδικασίας το οποίο διασφαλίζει την προστασία των εμπορικών μυστικών και τη διάσωση της φήμης και της πελατείας μιας επιχείρησης καθώς και η αποφυγή δημιουργίας νομικού προηγούμενου, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες επιλογής του εν λόγω μέσου επίλυσης, ιδίως από πλευράς των επιχειρήσεων.
  • Σε περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται και υπογράφεται πρακτικό, το οποίο, εφόσον κατατεθεί αρμοδίως, αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

Αρχές της Διαμεσολάβησης

Ο εν λόγω θεσμός διέπεται συνεπώς απο τις εξής αρχές:

  • Tην αρχή της αυτονομίας των μερών, κατά την οποία τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέγουν το διαμεσολαβητή, τους διαδικαστικούς κανόνες που θα ακολουθηθούν, τα μέρη που θα συμμετέχουν κλπ και την αρχή της ισότητας των μερών.
  • Eπίσης διέπεται από την αρχή της ελευθερίας, τόσο ως προς την υπαγωγή όσο και ως προς την συμμετοχή, με δυνατότητα αναιτιολόγητης αποχώρησης από τη διαδικασία σε οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την επίτευξη της τελικής συμφωνίας. Ανάμεσα στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το θεσμό είναι και η αρχή της ευθυδικίας, κατά την οποία ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να τερματίσει τη διαδικασία όταν διαπιστώσει ότι κάποιο από τα μέρη προσπαθεί να την τορπιλίσει ή όταν οι διαπραγματεύσεις βαίνουν σε αδιέξοδο.
  • Τέλος, θεμέλιοι λίθοι της διαμεσολάβησης είναι η αρχή της αμεροληψίας-ουδετερότητας του διαμεσολαβητή και η αρχή της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου.

Σύμφωνα με την πρώτη όψη της αρχής του απορρήτου, όσα διαμείβονται κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης παραμένουν εμπιστευτικά και δεν μπορούν με κανένα τρόπο να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε επακολουθούσα δίκη ή άλλη διαδικασία (λ.χ διαιτησία) σε περίπτωση που τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία επι του αντικειμένου της διαφοράς τους.

Κατά την άλλη όψη της (εμπιστευτικότητα), όσα μεταφέρονται στο διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια των κατ’ ιδίαν συναντήσεων απο το ένα μέρος, δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος, παρά μόνο κατόπιν ρητής συναίνεσης. Οι ανωτέρω αρχές μνημονεύονται είτε άμεσα είτε έμμεσα, στην Οδηγία 2008/52/ΕΚ, στον ελληνικό Νόμο της διαμεσολάβησης που την ενσωματώνει, αλλά και στον Ευρωπαϊκό καθώς και στον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές.

Ο ρόλος του διαμεσολαβητή και δεξιότητες αυτού

Ο διαμεσολαβητής ορίζεται είτε αποκλειστικά από τα μέρη είτε από τρίτο πρόσωπο της επιλογής όλων των μερών. Ο διαμεσολαβητής δεν κρίνει, δεν εκδίδει απόφαση και δεν υποδεικνύει λύσεις. Δύναται όμως, κατά παρέκκλιση, να προτείνει λύσεις εφόσον του ζητηθεί από αμφότερα τα μέρη.

Τα μέρη όμως δεν δεσμεύονται κατά κανόνα, ως προς την αποδοχή της προτεινόμενης από αυτόν λύσης.

Εκτός από τις αρχές τις οποίες πρέπει να τηρεί ο διαμεσολαβητής (εχεμύθεια, ευθιδικία κλπ), ουσιώδεις αρχές δεοντολογίας συνιστoύν οι αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας -ουδετερότητάς του, οι οποίες στην πλειοψηφία των δεοντολογικών κωδίκων παρουσιάζονται ως μία ταυτόσημη αρχή. Η πρώτη εξ αυτών αρχή, αναφέρεται στην ανεξαρτησία τόσο την επαγγελματική και οικονομική όσο και την προσωπική νοουμένης ως ανεξαρτησίας απόψεων-ιδεολογιών, ενώ η αμεροληψία-ουδετερότητα αναφέρεται στην αμεροληψία του απέναντι στα μέρη της διαφοράς τα οποία χρήζουν ισότιμης μεταχείρισης.

Εκ του λόγου αυτού, πολλοί κώδικες δεοντολογίας διαμεσολαβητών, ανάμεσα στους οποίους και ο ελληνικός, επιτάσσουν την υποχρέωση γνωστοποίησης τυχόν περιστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων στα μέρη, η οποία διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.

Τρόποι υπαγωγής στη διαμεσολάβηση

Η διαμεσολάβηση, ενεργοποιείται είτε μετά από συμφωνία των μερών που είναι η πλέον συνήθης μορφή υπαγωγής, είτε μετά απο σύσταση ή εντολή δικαστηρίου είτε είναι υποχρεωτική/εκ του νόμου.

Στην πρώτη περίπτωση, συνάπτεται αυτοτελής συμφωνία των διαφωνούντων μερών για την υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς/διαφορών τους στη διαμεσολάβηση, είτε τίθεται ρήτρα διαμεσολάβησης σε κύρια σύμβαση για την υπαγωγή σε διαμεσολάβηση μελλοντικών διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν.

Η δεύτερη μορφή απαντά στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα στο νέο ΚΠολΔ, συγκεκριμένα στο άρθρο 214Γ που προστέθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά το οποίο το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί με πρωτοβουλία του να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση αν αυτό ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του. Η νομοθετική ενθάρρυνση των διαδίκων να επιλέγουν κάποιον απο τους ειρηνικούς τρόπους για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, καθίσταται πλέον βασική αποστολή του δικαστηρίου με τη νέα διάταξη του 116Α ΚΠολΔ που εισήχθη με το ν. 4335/2015 και για το λόγο αυτό εντάσσεται συστημικά στις θεμελιώδεις αρχές του δικονομικού δικαίου η υποχρέωση του δικαστηρίου να ενθαρρύνει την προσφυγή των διαδίκων στις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών και στη διαμεσολάβηση.

H υποχρεωτική υπαγωγή στη διαμεσολάβηση, νοείται είτε ως δικονομικό προστάδιο / δικονομική προϋπόθεση για την προσφυγή στην τακτική δικαιοσύνη είτε ως σύνδεση της προσφυγής στη διαμεσολάβηση με κίνητρα ή με κυρώσεις. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πάντως, δεν πρέπει να εμποδίζει τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στο φυσικό δικαστή, όπως προβλέπεται ρητά στην Οδηγία-πλαίσιο. Πρόκειται δηλαδή για υποχρεωτική προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς μέσω της διαμεσολάβησης παρά για υποχρέωση αποδοχής οποιασδήποτε συμφωνίας. Πρόβλεψη υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης για ορισμένα είδη διαφορών, κατ’ εξαίρεση της αρχής της εκούσιας υπαγωγής, περιέχει ο νέος νόμος της διαμεσολάβησης (Άρθρα 6- 7 του Ν.4640/2019’).

Ο εγχώριος νόμος, μεταξύ άλλων, προβλέπει την προσφυγή σε αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ενημερωτική) ως υποχρεωτικό προστάδιο πριν την συζήτηση αγωγής ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων σε ορισμένα μόνο είδη ιδιωτικών διαφορών, με παράλληλη πρόβλεψη χρηματικών ποινών σε περίπτωση αναιτιολόγητης μη προσέλευσης κατόπιν νομότυπης κλήσης.

Σύμφωνα με αυτόν, πρέπει να προηγηθεί μία αρχική ενημερωτική συνεδρία (σύντομης διάρκειας) πριν την προσφυγή σε οικογενειακές διαφορές, εκτός απο αυτές των περιπτώσεων α-γ της παραγράφου 1 και 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ και οι αστικές και εμπορικές διαφορές όπου υπάρχει εξουσία διάθεσης των μερών οι οποίες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου καθώς και της τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου όπου το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 Ευρώ.